- ματρομάτωρ
- μᾱτρομᾱτωρ1 mother's mother ματρομάτωρ ἐμὰ Στυμφαλίς, εὐανθὴς Μετώπα (ἡ Μετώπη δὲ Ἀσωποῦ μὲν ἦν γυνή, θυγάτηρ δὲ Λάδωνος τοῦ ἐν Ἀρκαδίᾳ ποταμοῦ, μήτηρ δὲ Θήβης, ἀφ' ἧς ἡ Πινδάρου πατρίς) O. 6.84
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ματρομάτωρ — μᾱτρομάτωρ , μητρομάτωρ fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μητρομήτωρ — μητρομήτωρ, δωρ. τ. ματρομάτωρ, ἡ (Α) η μητέρα τής μητέρας, η γιαγιά από την πλευρά τής μητέρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + μήτωρ (< μήτηρ), πρβλ. πατρομήτωρ] … Dictionary of Greek